- ἐνεχείρισα
- ἐγχειρίζωput into one's handsaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγχειρίζω — εγχειρίζω, εγχείρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: εγχειρίζω : με την έννοια → επιδίδω (επιστολή κτλ.) χρησιμοποιείται και ο τύπος του αορίστου ενεχείρισα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής